εποχι(α)κός

εποχι(α)κός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται στις εποχές ή μεταβάλλεται μαζί τους: Εποχικές διακυμάνσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”